- μακρόβιος
- μακρόβιος, ον (s. μακρός, βίος; Hippocr.+; LXX; Philo; Jos., Bell. 2, 151) long-lived σπέρμα μ. a long-lived posterity 1 Cl 16:11 (after Is 53:10).
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
μακρόβιος — long lived masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρόβιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Μαρτύρησε επί Λικινίου μαζί με τους Λουκιανό, Γορδιανό, Ζωτικό, Ηλεί και Βαλεριανό. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με τους Μίλδα, Αφροδίσιο … Dictionary of Greek
μακρόβιος — α, ο αυτός που ζει πολλά χρόνια, ο πολύχρονος: Είχε μια μακρόβια γιαγιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακροβιώτερον — μακρόβιος long lived masc acc comp sg μακρόβιος long lived neut nom/voc/acc comp sg μακρόβιος long lived adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβιωτέρων — μακρόβιος long lived fem gen comp pl μακρόβιος long lived masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβιώτατα — μακρόβιος long lived adverbial superl μακρόβιος long lived neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβιώτατον — μακρόβιος long lived masc acc superl sg μακρόβιος long lived neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρόβιον — μακρόβιος long lived masc/fem acc sg μακρόβιος long lived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβιωτάτη — μακρόβιος long lived fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβιωτάτοις — μακρόβιος long lived masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβιωτάτου — μακρόβιος long lived masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)